-
1 малина
малина ж 1) (ягода) το σμέουρο 2) (куст) η σμεουριά* * *ж1) ( ягода) το σμέουρο2) ( куст) η σμεουριά -
2 малина
мали́н||аж1. (куст) ἡ σμεουριά·2. (ягода) τό σμέουρο. -
3 малина
[μαλίνα] ουσ. θ. σμεουριά -
4 малина
[μαλίνα] ουσ θ σμεουριά -
5 княженика
-и θ.σμεουριά, ιδαία. || σμέουρο. -
6 малина
-ы θ.1. η βάτος, η ιδιαία, σμεουρδιά, σμεουριά.2. σμέουρο.3. αφέψημα σμέουρων.4. ως κατηγ. (απλ.) είναι ευχάριστα, πολύ καλά, θαύμα•у нас житьё малина η ζωή μας είναι πολύ καλή•
не служба, а малина δεν είναι υπηρεσία, αλλά διασκέδαση•
в -е (χαρτπ.) κερδισμένος.
См. также в других словарях:
σμεουριά — σμεουριά, η και σμεουρδιά, η είδος θάμνου, βάτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σμεουριά — (rubus idaeus). θαμνώδες φυτό της οικογένειας των Ροδιδών, που ονομάζεται επιστημονικά ρούβος της Ιδης. Ο καρπός του ονομάζεται σμέουρο σμέουρδο ή νάουρο αλλά είναι γνωστός και με το γαλλικό όνομα «φραμ πουάζ». Φυτό συγγενές με τη βατομουριά,… … Dictionary of Greek
βατομουριά — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά διάφορα φυτά της οικογένειας των ροδιδών, με την επιστημονική ονομασία ρούβος ο θαμνώδης και ρούβος ογναφαλώδης. Το είδος φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα, σε δασώδεις περιοχές, φράκτες, θαμνότοπους και στις όχθες των… … Dictionary of Greek